- συντεχνία
- Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ. πρέπει να αναζητηθούν στα ρωμαϊκά collegia, στα corpora και στις artes, που αναφέρονται ήδη από τον 6o αι. π.Χ. από τον Κασσιόδωρο. Στις αρχές του Μεσαίωνα, εμφανίστηκαν στην Ευρώπη σ. με τη μορφή εμπορικών και βιοτεχνικών συνεταιρισμών αμοιβαίας ασφάλειας, που ιδρύονταν με θρησκευτική τελετή. Όταν αργότερα αναγνωρίστηκαν οι σ. ως νομικά πρόσωπα, άρχισαν να αποχτούν, κυρίως στις περιοχές όπου δεν υπήρχαν ισχυρές κεντρικές κυβερνήσεις, πολιτική δύναμη, που τους επέτρεψε συχνά να αναλάβουν τον έλεγχο καίριων θέσεων της οικονομικής και πολιτικής ζωής των πόλεων. Το φαινόμενο αυτό παρουσιάστηκε ιδιαίτερα στην Ιταλία, όπου τα μέλη των σ. των λεγόμενων «ανώτερων τεχνών» (arti maggiori) κατόρθωσαν, στη Φλωρεντία και στην Πίζα, να καταλάβουν την πολιτική εξουσία. «Ανώτερες τέχνες» ασκούσαν οι δικαστές, οι συμβολαιογράφοι, οι έμποροι, οι αργυραμοιβοί, οι γιατροί και οι ειδικοί για το μαλλί, το μετάξι και τα δέρματα. Η παρακμή των σ. άρχισε τον 16o και συνεχίστηκε τον 17o αι. και οφειλόταν στην εδραίωση απολυταρχικών καθεστώτων που δεν ανέχονταν συντεχνιακά προνόμια.
Οι σ. στον ελληνικό χώρο. Στον ελληνικό χώρο, από τη βυζαντινή εποχή και σ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, οι σ. ήταν γνωστές ως εσνάφια. Τα εσνάφια είχαν αρχηγό τον πρωτομαΐστορα –έπειτα πρωτομάστορα– ή τσελεμπή. Τα μέλη τους έπαιρναν μέρος στις εκλογές της δημογεροντίας καθώς και σ’ εκείνην του Οικουμενικού Πατριάρχη. Αντίθετα, τα εσνάφια της Επτανήσου, από την εποχή της Ενετοκρατίας, ακολούθησαν οργανωτικές μεθόδους και σκοπούς, ανάλογους προς τα δυτικοευρωπαϊκά. Μετά την ανακήρυξη της Ανεξαρτησίας, απόπειρες για τη δημιουργία σωματείων με συντεχνιακό χαρακτήρα και αλληλοβοηθητικούς σκοπούς, απότυχαν. Τελικά, ο νόμος 281 του 1914 απαγόρευσε την ίδρυση παρόμοιων σωματείων.
Εκείνοι που θα ήθελαν να μελετήσουν τις ελληνικές σ. πρέπει να ανατρέξουν στις καθαρά ελληνικές που δημιουργήθηκαν σε μεγάλο αριθμό στην Αίγυπτο, από την εποχή ακόμα της ακμής της πόλης Φοστάτ. Μετά την καταστροφή της πόλης από πυρκαγιά, μεταφέρανε τη δραστηριότητα τους στην πόλη Κατάη, που αργότερα ενσωματώθηκε στο Κάιρο Σ. είχαν οι βελονοποιοί, που ανάδειξαν πατριάρχη έναν απ’ τις τάξεις τους, τον Κοσμά (727). Ο πατριάρχης δεν πρόδωσε την προέλευση του. Είναι αυτός που επαναστάτησε κατά των Αράβων, και συμμάχησε με τους Κόπτες κατά του κοινού εχθρού. Ο πατριάρχης Ευστάθιος, ήταν λινουργός στο Φοστάτ, τα λινά υφάσματα ήταν περιζήτητα τότε. Όταν χτίστηκε το Κάιρο, το Πατριαρχείο μεταφέρθηκε κει, μαζί και οι Έλληνες του Φοστάτ και της Κατάη. Στα χειρόγραφα της εποχής αναφέρονται οι προύχοντες με τη λέξη άρχοντες. Οι σ. των Ελλήνων της Αιγύπτου είχαν τον αρχηγό τους, που λεγόταν στα αραβικά «μοάλεμ» (= δάσκαλος). Στις μεγάλες γιορτές, οι «μοάλεμ» αντιπροσωπεύανε το εσνάφι τους στη λειτουργία. Όταν επρόκειτο να ενθρονιστεί νέος πατριάρχης, ήταν παρόντες. Παρών, ήταν και ο εκπρόσωπος της Υψηλής Πύλης που έλεγε λίγα τυπικά λόγια για τη συγκατάθεση του «πολυεύσπλαχνου της Δικαιοσύνης ήλιου, του Πατισάχ». Από τη σύνθεση των σ. συμπεραίνουμε τις επαγγελματικές ασχολίες των τότε Ελλήνων. Γουναράδες, σαράφηδες, χρυσοχόοι, ναυτικοί. Στους ναούς ο διάκος δεότανε: «Υπέρ των ευλογημένων ρουφετίων (= συντεχνιών) καζαντζήδων, αμπατζήδων, μπογιατζήδων, μουτάφηδων, των πρωτομαστόρων, μαστόρων και τσιρακίων αυτών». Ρουφέτ, σημαίνει τούρκικα τέχνη. Οι σ. είχαν τους κανονισμούς τους, το ταμείο τους, τον προστάτη τους άγιο. Οι μπακάληδες, τον Άγιο Νικόλαο, οι γουναράδες, τον Προφήτη Ηλία. Στο μοναστήρι του Άγιου Γεώργιου στο Κάιρο, υπάρχει εικόνα με την υπογραφή Σεραφείμ και χρονολογία 1717, «δέησις των δούλων του θεού γουναράδων εν Μισιρίω Καΐρου». Οι κουρείς είχαν προστάτη τους άγιο τον Παντελεήμονα, οι νερουλάδες, τους Άγιους Σαράντα και οι κηπουροί τον Άγιο Τρύφωνα. Αξιομνημόνευτη είναι και η επαγγελματική οργάνωση των ζητιάνων με προστάτη τον Ιωάννη τον Eλεήμονα. Αλλά η κυριότερη σ. ήταν των αρχιτεκτόνων. Για να γίνεις δεκτός, έπρεπε πρώτα να δουλέψεις ως μαραγκός ή τορναδόρος, ή χτίστης. Δύο χρόνια. Μετά γινόταν ειδική τελετή για να πάρεις το χρίσμα του αρχιτέκτονα. Ανέβαινε ο υποψήφιος στη στέγη ενός μισοχτισμένου ακόμα σπιτιού ενώ οι άλλοι τραγουδούσαν το εγκώμιο του. Στις πλουσιογειτονιές, οι αρχιτέκτονες, παίρναν για δώρο όταν τελείωνε μια οικοδομή, μεταξωτό ύφασμα για τη γυναίκα τους. Το ύφασμα ανέμιζε αρκετή ώρα σ’ ένα κοντάρι, στην κορφή του κτιρίου. Οι αρχιτέκτονες είχαν για βοηθούς «ρεσιμτζήδες», σχεδιαστές. Ένας Έλληνας κάλφας, έχτισε σε νεώτερα χρόνια στην ακρόπολη του Κάιρου, το θαυμάσιο αλαβάστρινο τζαμί του Μωχάμετ Άλη.
Για τη σ. των χρυσοχόων, έχουμε μια γραπτή μαρτυρία, με την υπογραφή του τότε επίσκοπου Μέμφη και μετά πατριάρχη, Μητροφάνη Κριτόπουλου:
«Ο Άγιος Απόστολος Παύλος παραγγέλλει τους Χριστιανούς να κάμνωσι όλα τα καμώματά τους ευσχημόνως και κατά τάξιν. Ταύτη τη αποστολική παραγγελία ακολουθούντες και ημείς εβαλθήκαμεν κατά δύναμίν μας, έχοντες εν πρώτοις την συνεργείαν του θεού, επειδή χωρίς τον θεόν κανένα καλόν δεν μπορούμε να κάνωμεν, να βάλωμε τα πράγματα των Ορθόδοξων Χριστιανών όπου ευρίσκονται εδώ εις την Αΐγυπτον, εις τάξην και ευσχημοσύνην. Και ανάμεσα εις ταύτα ήτο η του να βοηθή εις τάξιν ήγουν κάθε ρουφέτι να έχη ανάμεσα του αδελφότητα χριστιανικήν εις την οποίαν αδελφότητα να είναι γραμμένοι όσοι θέλουσι, της οποίας αδελφότητος, η έγνοια και η φροντίς να είναι αυτή: Κάθε σάββατον να γίνονται συλλογαί από όλους τους γεγραμμένους όπου είναι εις την αδελφότητα, κάθε ένας από εκείνους να δίδη από ένα μαΐδι και όταν θέλη να μισεύη τινάς να τον ενθυμίζουσι να αφίση ό,τι προαιρεθή ομοίως και όταν θέλει τινάς να αναπαυθή να τον ενθυμΐζωσι καθώς αφΐνει διά την εκκλησίαν, να αφίνη και διά την αδελφότητα και τα συναζόμενα χρήματα να τα βάζουν σ’ ένα κουτί και η αδελφότης να διαλέγη όποιον θέλει να του παραδίδει το κουτί εκείνο και να διαλέγη έτερον όποιον θέλει να του παραδίδη το κλειδί του κουτίου, ώστε έτερος να κρατή το κουτί και έτερος το κλειδί και τον χρόνον δυο φοράς, ήγουν του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Δημητρίου, να συνάζεται η αδελφότης να εξετάζωσι το κουτί εκείνο, πόσα εμπήκασιν και πόσα εβγήκασιν και μέσα στο κουτί να είναι δύο κατάστιχα εις το ένα να γράφεται η είσοδος και εις άλλο η έξοδος να γίνεται εις ταύτας τας υποθέσεις: Πρώτον εις ανακουφισμόν των πτωχών της αυτής αδελφότητος, έπειτα εις ειδικάς χρείας της αυτής αδελφότητος, να ερωτώσιν οι επίτροποι την αδελφότητα και όπου ειπή η αδελφότης εκεί να εξοδιάζονται, δίχως δε την γνώμην των περισσοτέρων να μην γίνεται καμμιά έξοδος. Ταύτην την καλήν και θεάρεστον ευταξίαν επροβάλαμεν σήμερον κατέμπροσθεν των κάτωθι υπογεγραμμένων και πάντες την εδεχθήκασι μετά πάσης προθυμίας και οποίος ευρέθη να εναντιωθή ταύτη τη θεαρέστω συμφωνία έστω ασυγχώρητος και αφωρεσμένος και άλυωτος μετά θάνατον και να μη μετέχη καθόλου από την ωφέλειαν των χρημάτων. Εις δε την περί τούτου δήλωσιν καταστρώθη εν τω ημετέρω ιερώ κώδικι Δεκεμβρίου 8 1635. Ακόμη υπεσχέθη αυτή η άγια αδελφότης, όστις από τους γεγραμμένους αδελφούς δώσας το κοινόν χρέος, να συνάζονται όσοι τους βολέση να πηγαίνουν εις τον ενταφιασμόν του καθώς και εις την εκκλησίαν».
Στις 22 Ιουνίου του επόμενου έτους, η συνέλευση των χρυσοχόων παράδωσε «το κλειδί του κουτίου», στο Χατζή Νικόλα απ’ τις Σέρρες, κι αποφάσισε να συνέρχεται κάθε έξι μήνες για να συζητεί τα οικονομικά της σ. «και να ευγάζωσιν ελεημοσύνην διά τους πτωχούς της αδελφότητος».
Το πολύτιμο τούτο κείμενο, που δίδει ανάγλυφα τη δημοκρατική διάρθρωση της σ. δεν είναι μοναδικό. Υπάρχα και ένα ανάλογο για τους ραφτάδες, του 1758. Το κείμενο συστήνει συνδικαλιστική ενότητα, όπως θα λέγαμε σήμερα, τονίζοντας ότι η έλλειψη επαγγελματικής οργάνωσης, οδηγεί σε «ερήμωσιν και αφανισμόν». Και συνεχίζει: «Τούτο τοίνυν διανοηθέντες και ημείς οι εν Αιγύπτω διατελούντες ράπται, και συνελθόντες άπαντες μαίστορες, πρωτομαίστορες και καλφάδες του τιμιωτάτου μας ρουφετίου και ηνωμένοι εν αγάπη και ομονοία αδελφική υπακούοντες οι μικροί των μεγάλων και προεστωτέρων του ρουφετίου και όσας υποθέσεις έχομεν και διαφοράς, να θεωρούνται αναμεταξύ μας και να διορθώνονται, χωρίς να παραβή τις και να εξωκείλη από τους όρους του ρουφετίου, με την ανυποταξίαν και να θεωρή τας διαφοράς του με την εξωτερικήν δυναστείαν». Παρακάτω, γίνεται λόγος για το «κοινόν κουτίον» το οποίον θα συντηρείται με έρανο που θα γίνεται κάθε Σάββατο. «...διορίζεται επίτροπος με κοινήν γνώμην, όπου να γυρίζη αυτός και να συνάζη απαραιτήτως την ελεημοσύνην από όλους». Το ταμείο αυτό, «θέλει εξοδιάζεται διά ψυχικήν ωφέλειαν και διά χρεΐαν και ανάγκην εκείνων των χριστιανών όπου ηθέλομεν βεβαιωθή πως είναι άξιοι βοηθείας και ελεημοσύνης και όχι εις αχρείους οινοπότας και μεθυστάς, να δίδεται ματαίως, αλλά και εις εκείνους μόνους όπου ήθελε κριθή κοινώς και να αποφασισθή δίκαιον να βοηθηθούν». Αλλ’ εκείνο που καταπλήττει στο έγγραφο τούτο, είναι η ταξική αλληλεγγύη των ραφτάδων και το πνεύμα της εκμετάλλευσης των μισθωτών ραφτάδων που τους διακρίνει, «...έτι δε όστις των μαϊστόρων συμφωνήσας κάλφα να τον δουλέη και άλλος κρυφΐως του ανεβάση τον μισθόν και τον αγιαρτίση και τον πάρη να παιδεύεται από το ρουφέτι ως σκανδαλοποιός και φίλαυτος και να πληρώνη ό,τι ποσόν ήθελε φανή εύλογον και α-ποφασΐσωσι οι λοιποί».
Σ’ ένα πατριαρχικό κώδικα, βρίσκεται ιδιόχειρο γράμμα του πατριάρχη Ματθαίου με ημερομηνία 1 Σεπτεμβρίου 1754, που απευθύνεται προς τους «γουναράδες» και τους «σαράφηδες» της Κωνσταντινούπολης, που τους διορίζει επίτροπους του πατριαρχικού θρόνου μ’ αντάλλαγμα, δυο φορές το χρόνο, να τους κάνει ιδιαίτερη λειτουργία... Με την ημερομηνία της επομένης, υπάρχει επιστολή των «γουναράδων» προς τους συναδέλφους τους Έλληνες της Αιγύπτου, στο οποίο τους διαβεβαιώνουν ότι βρίσκονται στο πλευρό τους για κάθε ζήτημα. Έχουμε άλλωστε κι ένα κείμενο λόγου του πατριάρχη Θεόφιλου, για την ημέρα του Προφήτη Ηλία, προστάτη άγιου των γουναράδων. Ο πατριάρχης, εξαίρει τη φιλανθρωπική τους δράση, τη φροντίδα τους για το μοναστήρι του Άη Γιώργη στο Κάιρο και τους παρουσιάζει σαν πρότυπο για το υπόλοιπο ποίμνιό του.
Ο Θ. Μοσχονάς, βιβλιοθηκάριος του Πατριαρχείου Αλεξάνδρειας, δημοσίευσε ένα χειρόγραφο του 1813, στο οποίο ο πατριάρχης Θεόφιλος, περιγράφοντας τη γαμήλια πομπή του Ισμαήλ, γιου του Μωχάμετ, αναφέρει όλες τις σ. που αριθμούσε τότε η Αίγυπτος. Είναι δύσκολο βέβαια, να ξεχωρίσουμε τα ελληνικά. Περισσότερο φως, βρίσκουμε στο χρονικογράφο Τζαμπάρτη, που γράφει ότι το 1814, οι έμποροι του Χαμζάουη, συνοικίας του Καΐρου, αποζημιώθηκαν με 3.000 πουγγιά, για τις ζημιές που είχανε σε μια στάση. Ο Τζαμπάρτης μας πληροφορεί ότι οι «έμποροι» ήταν Έλληνες και Σύριοι. Το εμπόριό τους, ήταν υφάσματα των Ινδιών και της Συρίας. Οι σ. θα επιζήσουν ως την εποχή του πατριάρχη Φωτίου, που τον ψήφισαν εκπρόσωποι 34 επαγγελματικών σωματείων. Στις εκλογές για την ανάδειξη πατριάρχη του 1926, βρίσκουμε την τελευταία αναλαμπή των εσναφιών, σαν «σ.» πια. Οι σ. αυτές ήταν των εκπαιδευτικών, δικαστών και δικηγόρων, γιατρών, δημόσιων υπάλληλων, τραπεζιτών και εμπόρων, κτηματιών, εμπορομεσιτών, καπνεργοστασιαρχών και καπνοπωλών, αρχιτεκτόνων, μηχανικών, φαρμακεμπόρων, δημοσιογράφων, ζωγράφων, λιθογράφων, υπάλληλων, μεσιτών και παραγγελιοδόχων, μπακάληδων, οινοπνευματοποιών και οινοπνευματοπωλών, καφεπωλών, ζυθοπωλών, ζαχαροπλαστών, ξενοδόχων, χρυσοχόων και ωρολογοποιών, σιγαρετοποιών και καπνοκοπτών, ναυτικών, βιβλιοπωλών, βιβλιοδετών, τυπογράφων, κουρέων, ραπτών, παπουτσήδων, μαραγκών, σιδεράδων, φουρνάρηδων, λαχανοπωλών, ψαράδων, κτιστών, φεσοπωλών, καρβουνιάρηδων, εργατών και υπηρετών.
Οι σ. είναι οι πιο ουσιαστικές μαρτυρίες της κοινωνικής ζωής του Ελληνισμού στα χρόνια της τουρκοκρατίας αλλά και συχνά στα μεταγενέστερα.
συντεχνιακό σύστημα. Πολιτικοοικονομική θεωρία, αποδεκτή από τα φασιστικά καθεστώτα, που εφαρμόστηκε στην Ιταλία το 1929 και κατόπιν σε άλλες χώρες, όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Γερμανία. Συνοψίζεται στην αναγνώριση, για κάθε επαγγελματική κατηγορία, ενός μοναδικού και υποχρεωτικού συνδικάτου (συντεχνία), που έχει ενταχθεί στην όλη κρατική οργάνωση και διαθέτει ορισμένες αρμοδιότητες και προνόμια. Το σύστημα αυτό, μετά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο, έχει εγκαταλειφθεί.
Μαρμάρινη επιγραφή με τον θυρεό της ρωμαϊκής συντεχνίας των φαρμακοποιών.
Τα κτίρια που έδρευαν δύο από τις μεγαλύτερες συντεχνίες της Γάνδης (Βέλγιο): των ναυτικών και των ζυγιστών σιτηρών, που ιδρύθηκαν αντίστοιχα το 1531 και το 1698.
Η έδρα των συμβούλων των ρωμαϊκών συντεχνιών.
O θυρεός της συντεχνίας των αργυραμοιβών της Περούτζια, από κώδικα του 1373.
* * *η, ΝΜΑ [σύντεχνος]κάθε οργανωμένο κοινωνικό σύνολο, ιδίως μορφή επαγγελματικής ένωσης ομοτέχνων, με κύριο στόχο την προάσπιση και προαγωγή τών συμφερόντων τών μελών τηςνεοελλ.1. (ιδίως στον μεσαίωνα) ένωση τεχνιτών και μαστόρων ή εμπόρων τού ίδιου κλάδου, με κλειστή οργάνωση και ιεραρχία, στα πλαίσια τής οποίας η ειδίκευση στο αντίστοιχο επάγγελμα μεταδιδόταν μυστικά και η είσοδος σ' αυτό νέων μελών γινόταν με αυστηρά κριτήρια και έπειτα από υποβολή τού υποψηφίου σε πολλαπλές δοκιμασίες, κν. εσνάφι ή συνάφι2. (γενικά) επαγγελματικό σωματείο3. (κατ' επέκτ.) χαρακτηρισμός κοινωνικής οργάνωσης που συγκεντρώνει στους κόλπους της όσους επιδίδονται σε μία επαγγελματική ασχολία, ή σε παρεμφερείς με αυτήν, με κύριο στόχο την υπεράσπιση, αποκλειστικά, τών συμφερόντων τών μελών της, ανεξάρτητα ή και σε αντίθεση με τα γενικότερα συμφέροντα τού κοινωνικού συνόλου.
Dictionary of Greek. 2013.